- κενορρημοσύνη
- κενο-ρρημοσύνη, ἡ, (ῥῆμα)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κενορρημοσύνη — κενορρημοσύνη, ἡ (Μ) λόγος που δεν έχει αξιόλογο περιεχόμενο, κενολογία, ματαιολογία, αερολογία, φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) + ρρημοσύνη (< ρρήμων (θ. ρη , πρβλ. ρήμα, ρητός τού εἴρω «λέγω»), πρβλ. μεγαλο ρρημοσύνη, ορθο ρρημοσύνη] … Dictionary of Greek
κενορρημοσύνην — κενορρημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek