κενορρημοσύνη

κενορρημοσύνη
κενο-ρρημοσύνη, , (ῥῆμα)
A = κενολογία, Eust. 1151.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κενορρημοσύνη — κενορρημοσύνη, ἡ (Μ) λόγος που δεν έχει αξιόλογο περιεχόμενο, κενολογία, ματαιολογία, αερολογία, φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) + ρρημοσύνη (< ρρήμων (θ. ρη , πρβλ. ρήμα, ρητός τού εἴρω «λέγω»), πρβλ. μεγαλο ρρημοσύνη, ορθο ρρημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • κενορρημοσύνην — κενορρημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”